- βακτηρία
- η1) посох, палка; трость; 2) костыль (для калек, больных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βακτηρία — βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc/acc dual βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρία — βακτηρία, η (AM) ραβδί, μπαστούνι μσν. στήριγμα, βοήθεια αρχ. το ραβδί των δικαστών, έμβλημα του αξιώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βακτηρία προέρχεται πιθ. από *βακτήρ, υποθ. τ. παράλληλος προς το βάκτρον* (πρβλ. αροτήρ, άροτρον). Βάση αυτών των… … Dictionary of Greek
βακτηρίᾳ — βακτηρίαι , βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτήρια — τα μικροσκοπικοί οργανισμοί που απαντούν σε όλα τα φυσικά περιβάλλοντα, σε τεράστιους αριθμούς, τα περισσότερα χρήσιμα ή αβλαβή, ενώ μερικά προκαλούν ασθένειες … Dictionary of Greek
βακτήρια — τα βακτηρίδια, βάκιλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βακτηρία — η το μπαστούνι, το δεκανίκι, το ραβδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βακτήρια — βακτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίας — βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem acc pl βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαι — βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαν — βακτηρίᾱν , βακτηρία staff fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαιν — βακτηρία staff fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)